- ἀρωματικοῦ
- ἀρωματικόςaromaticmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γλυκοκύμινον — γλυκοκύμινον, το (Μ) το γλυκάνισο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκός + κύμινον «είδος αρωματικού φυτού και ο καρπός τού φυτού»] … Dictionary of Greek
δρόγη — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται πολυάριθμες φυσικές ή τεχνητές ουσίες, με χαρακτηριστική φυσιολογική ή φαρμακολογική δράση και με διαφορετικά μεταξύ τους γνωρίσματα και χρήσεις. Ο όρος αυτός, που είναι πολύ παλαιάς προέλευσης (προέρχεται… … Dictionary of Greek
εύκονος — εὔκονος, ον (Α) (ενν. άρτος) άρτος κατασκευασμένος από πίτουρα («τὸν πιτυρίτην ἄρτον, ὅν εὔκονον ὀνομάζουσι», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κονος αμφίβολης προελεύσεως. Η σύνδεση με το κονή «φόνος» (< καίνω «σκοτώνω») δεν ευσταθεί σημασιολογικώς … Dictionary of Greek
κέστρο — (Cestrum). Γένος αγγειοσπέρμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των σολανιδών, που περιλαμβάνει αρκετά είδη δηλητηριωδών φυτών των τροπικών περιοχών της Αμερικής. Πολλά από αυτά καλλιεργούνται και σε κήπους ως διακοσμητικά, όπως τα είδη κ. το… … Dictionary of Greek
καλαμίνθη — (calamintha). Θαμνώδες φυτό, εύοσμο, με άνθη ρόδινα ή ερυθρά, το οποίο φύεται σε περιοχές ακαλλιέργητες. Είναι ανθεκτική στις υψηλές θερμοκρασίες και στην ξηρασία. Ανθεί στα τέλη του καλοκαιριού. Περιλαμβάνει πολλά είδη, ορισμένα από τα οποία… … Dictionary of Greek
καλαμινθίνη — καλαμινθίνη, ἡ (Α) άλλη ονομασία τού αρωματικού φυτού καλαμίνθη*, καλαμίθρα* … Dictionary of Greek
κινόνες — Ομάδα αρωματικών (κυκλικών) δικετονών, στις οποίες τα άτομα του άνθρακα των καρβονυλικών ομάδων αποτελούν μέρος του αρωματικού δακτυλίου. Προέρχονται από το βενζόλιο και τα παράγωγά του, με αντικατάσταση δύο ατόμων υδρογόνου από δύο άτομα… … Dictionary of Greek
κιττώ — (I) κιττώ, ἡ (Α) είδος αρωματικού φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. qiddā]. (II) κιττῶ, άω (Α) (αττ. τ.) βλ. κισσώ (Ι) … Dictionary of Greek
κνήκιον — κνήκιον, τὸ (Α) [κνήκος] ονομασία αρωματικού φυτού, αλλ. αμάρακον … Dictionary of Greek
κους-κους — το 1. κουτσομπολιό 2. οι ρίζες τού αρωματικού φυτού βετιβερία, καθώς και ποτό που εξάγεται από το βράσιμο τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «κουτσομπολιό» είναι ηχομιμητική] … Dictionary of Greek